σειρώ

σειρώ
(I)
-όω, Α [σειρά]
κατασκευάζω ρούχο με παρυφή.
————————
(II)
-όω, Α
βλ. σειρώνω.
————————
(III)
-όω, Α [Σείριος] σειρεῶ*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σειρῶ — σειράω bind pres imperat mp 2nd sg σειράω bind pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σειράω bind pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σειράω bind pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σειράω bind pres ind act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειρώνω — σειρῶ, όω, ΝΑ στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)] …   Dictionary of Greek

  • σείρωσις — (I) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (Ι)] δέσιμο με σχοινί. (II) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (ΙΙ)] διήθηση, στράγγισμα …   Dictionary of Greek

  • ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… …   Dictionary of Greek

  • σίραιον — τὸ, Α βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)] …   Dictionary of Greek

  • σειρωτός — ή, όν, Α [σειρῶ (Ι)] δεμένος με σχοινί …   Dictionary of Greek

  • σιρωτής — ὁ, Α σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ, όω «σουρώνω, στραγγίζω» (< Σ[ε]ίριος)] …   Dictionary of Greek

  • σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”